σκεμπέ

σκεμπέ
η, και σκεμπές, ο, Ν
1. κοιλιά
2. στομάχι ζώου από το οποίο παρασκευάζεται ο πατσάς
3. μτφ. α) άνθρωπος ράθυμος, οκνηρός
β) κοιλαράς, πλαδαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. işkembe].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκεμπές — ο (λ. τουρκ.) 1. στομάχι, κοιλιά: Έκανε σκεμπέ από το πολύ φαγητό. 2. πατσάς: Έφαγαν ένα σκεμπέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”